Το Μυστήριο των Εικόνων
Ημερολόγια Φίσκαρς: "Βιβλία," μελάνι σε χαρτί, 14 x 38 εκ
Ημερολόγια Φίσκαρς: "Βιβλία," μελάνι σε χαρτί, 14 x 38 εκ
ʽΚοίτα εκεί... Τι βλέπεις;ʼ
ʽΈνα σπίτι κι ένα μήλο.ʼ
ʽΤώρα;ʼʽ...
Ένα μήλο... και ένα τετράγωνο...ʼ
ʽΒάλε αυτά τα γυαλιά και προσπάθησε ξανά.ʼ
ʽΚύκλο και τετράγωνο.ʼ
ʽΩραία. Παρακάτω; Βλέπεις τις εικόνες;ʼ
ʽΌχι.ʼ
Ήμουν περίπου τριών ή τεσσάρων χρόνων όταν οι γονείς μου κατάλαβαν ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τα μάτια μου.
Ήμουν περίπου τριών ή τεσσάρων χρόνων όταν οι γονείς μου κατάλαβαν ότι υπήρχε κάποιο πρόβλημα με τα μάτια μου.
Η διάγνωση του γιατρού επαλήθευσε τους φόβους τους:
ʽΣτραβισμός, νυσταγμός, χαμηλή οπτική οξύτητα, μη στερεοσκοπική όραση, αστιγματισμός, φωτοφοβία. Τίποτα το ανησυχητικό,ʼ πρόσθεσε. ʽΟ γιος σας δυσκολεύεται να δει εξαιτίας μιας γονιδιακής διαταραχής που ονομάζεται αλφισμός.ʼ
Τίποτα το ανησυχητικό πράγματι, με την προϋπόθεση όμως ότι θα ήμασταν και μεις προσεκτικοί απέναντι σε μερικές υπαρκτές απειλές. Ο ήλιος ήταν μία απʼ αυτές - φυσική απειλή. Όπως μάθαμε αργότερα, ο αλφισμός είναι κληρονομική πάθηση και οφείλεται στην απουσία, ή τη βλάβη, ενός ενζύμου απαραίτητου στη σύνθεση της μελανίνης. Αυτός είναι και ο λόγος που τα περισσότερα άτομα με αλφισμό έχουν πολύ ανοιχτόχρωμα μάτια, δέρμα και μαλλιά. Εξαιτίας λοιπόν των χαμηλών ποσοτήτων μελανίνης, οι πάσχοντες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης δερματικών ασθενειών. Είναι επίσης πολύ ευαίσθητοι στο φως και ενδέχεται να νιώσουν έντονη δυσφορία ή πόνο στα μάτια κάθε φορά που εκτίθενται σε αυτό. Για να αποφύγουν τις αρνητικές επιπτώσεις του ήλιου, οι αλφικοί - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για εμάς - πρέπει να λαμβάνουν συστηματικές προφυλάξεις ιδιαίτερα αν ζουν, όπως εγώ, σε μεσογειακές ή τροπικές χώρες.
Η απομόνωση ήταν μια άλλη - κοινωνική απειλή, άμεση συνέπεια ενός, απʼ ότι φάνηκε, μη αναπόφευκτου στιγματισμού. Μια από τις αλήθειες που είχε περάσει στο υποσυνείδητό μου ήταν ότι όσοι με έβλεπαν για πρώτη φορά και είχαν σκωπτική διάθεση θα σχολίαζαν σίγουρα την λευκή μου εμφάνιση. Ίσως να πήγαιναν και πάρα πέρα αμφισβητώντας με κάποιο αστείο την καταγωγή μου ή ακόμη και την ʽαυθεντικότηταʼ των γονιών μου. Ήταν κάτι σαν προϋπάρχουσα γνώση για τη συμπεριφορά των άλλων που η επιβεβαίωσή της ήταν απλώς θέμα χρόνου. Και η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε, αν δεν είχα αρκετή αυτοπεποίθηση, να με οδηγήσει στην απομόνωση.
Να μερικές φράσεις που διάβασα πρόσφατα στα chat rooms των κοινοτήτων του αλφισμού που φανερώνουν τη σοβαρότητα και το ρεαλισμό αυτής της απειλής: ʽΦοβάμαι ότι οι άνθρωποι βλέπουν πρώτα τον αλφισμό μου και μετά εμένα.ʼ ʽΌλοι κάνουν πάντα πλάκα και δε μπορούν να με δεχτούν γιʼ αυτό που είμαι.ʼ ʽΟι φίλοι μου λένε συνέχεια χοντράδες και γελάνε μαζί μου. Δεν ξέρω αν πρέπει να τους θεωρώ φίλους ή αν θα ήταν καλύτερα να βρω κάποιους που να καταλαβαίνουν τι περνώ.ʼ ʽΜισώ τον αλφισμό, μισώ που τον έχω, το πώς με κάνει να φαίνομαι, ό,τι έχει σχέση με αυτόν.ʼ
Επιστρέφω στη διήγησή μου. Από εκείνη τη μέρα και μετά - τη μέρα της πρώτης μου εξέτασης - το όνομα του οφθαλμίατρου θα σημάδευε τουλάχιστον μία από τις σελίδες κάθε καινούριου ημερολογίου. Οι εικόνες στον πίνακα του γιατρού έγιναν αριθμοί, οι αριθμοί γράμματα. Και όπως συμβαίνει συχνά με τα μη διευθετημένα ζητήματα - πάντα όταν έφευγα από τον οφθαλμίατρο ένιωθα ότι υπήρχαν εκκρεμή ζητήματα - που μετατρέπουν ακούραστα την πορεία μας από ευθεία γραμμή σε κύκλο για να μας αναγκάσουν, θα λεγε κανείς, να ασχοληθούμε ξανά με αυτά μήπως και λυθούν, έτσι λοιπόν και εδώ έφτασε η μέρα που τα γράμματα έγιναν πάλι εικόνες, η μέρα που η ερώτηση του γιατρού επανήλθε: Βλέπεις; Βλέπεις τις εικόνες;
Ο ίδιος δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Φυσικά έβλεπα, η απάντηση για μένα ήταν αυτονόητη. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν χρόνος. Χρόνος να περπατήσω, να προσανατολιστώ, να κρίνω. Έπρεπε να ζήσω για λίγο μέσα στο χώρο, έπρεπε να βρω κατευθύνσεις, να καταλάβω τι είναι κοντά και τι μακρυά. Τότε έβλεπα. Και δε θα μπορούσα να αισθανθώ μεγαλύτερη δικαίωση γιʼ αυτό από εκείνη του Σεπτέμβρη του 1995 όταν, μετά από μια εβδομάδα εντατικών εξετάσεων για τη Σχολή Καλών Τεχνών, είδα τελικά το όνομά μου στη λίστα των επιτυχόντων. ʽΒλέπεις,ʼ διάβασα πίσω από τις δύο υπογραμμισμένες λέξεις. Οι καθηγητές της σχολής φαίνονταν, ευτυχώς, πολύ πιο σίγουροι απʼ τον οφθαλμίατρο.
Οι σπουδές μου στη ζωγραφική, πολύ περισσότερο όμως η ενηλικίωση, με έφεραν αντιμέτωπο με άλλα ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις δεν ήταν εξίσου αυτονόητες. Ήταν αλήθεια ότι υπό ειδικές συνθήκες έβλεπα, έβλεπα όμως σα ζωγράφος; Τι σημαίνει να βλέπεις σα ζωγράφος; Τι σημαίνει αφαίρεση; Σε τι βαθμό είναι τα αίτιά της παθολογικά;
Είναι δύσκολο να πω αν οι απαντήσεις που έδωσα επηρέασαν ποτέ, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωγραφική μου ή την επιθυμία μου γιʼ αυτήν. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν υπήρξαν καν απαντήσεις. Συνήθως τα ερωτήματα οδηγούσαν πάλι σε ερωτήματα και όχι σε απαντήσεις. Πόσο συνειδητή είναι η δημιουργική διαδικασία; Τι νόημα έχει για έναν καλλιτέχνη να αναζητά την καταγωγή της τέχνης του και των συναισθημάτων του; Πολλές φορές δεν υπήρχε καν ερώτημα. Μόνο πράξη. Όπως, για παράδειγμα, όταν αποφάσισα να πάω στην Αγγλία για να μελετήσω τις σχέσεις της ζωγραφικής με τη μουσική - μια τέχνη που αγαπούσα το ίδιο και γνώριζα το ίδιο, ίσως και περισσότερο. Έρευνα - θα όφειλα ίσως να σκεφτώ - χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ζητούμενα; Κι όμως η κινητήριος δύναμη, διαπιστώνω τώρα, ήταν πέρα και πάνω από τη λογική. Βασίζονταν στην πίστη και το βίωμα. Ήξερα κάπου ότι τα χρώματα και οι μελωδίες, όσο κι αν διαφέρουν, όσο κι αν η φύση των μεν είναι υλική των δε άυλη, μόνιμη ή παροδική, χωρική ή χρονική, ήξερα, παρʼ όλα αυτά, ότι απαιτούσαν απʼ τους καλλιτέχνες τις ίδιες ικανότητες σύνθεσης και οργάνωσης. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς καμία γνώση της ιστορίας αυτής της σχέσης, ή έστω της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, μάζεψα τα πράγματά μου και ξεκίνησα να κατακτήσω τον ακαδημαϊκό κόσμο!
Ανάλογη ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν και η δύναμη που με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη σχολή. Πάλι πέρα και πάνω από τη λογική. Πίστευα, ότι πίσω απʼ το θολό προσωπείο των πραγμάτων, πίσω απʼ το μυστήριο, υπήρχε κάτι αληθινό, κάτι απτό και όμορφο. Αυτή η πίστη με κάνε να τολμήσω. Η ίδια με κάνει να τολμώ και σήμερα. Και έτσι, παρά την κακή μου όραση, ή ίσως εξαιτίας αυτής, μπορώ και βλέπω.
ʽΣτραβισμός, νυσταγμός, χαμηλή οπτική οξύτητα, μη στερεοσκοπική όραση, αστιγματισμός, φωτοφοβία. Τίποτα το ανησυχητικό,ʼ πρόσθεσε. ʽΟ γιος σας δυσκολεύεται να δει εξαιτίας μιας γονιδιακής διαταραχής που ονομάζεται αλφισμός.ʼ
Τίποτα το ανησυχητικό πράγματι, με την προϋπόθεση όμως ότι θα ήμασταν και μεις προσεκτικοί απέναντι σε μερικές υπαρκτές απειλές. Ο ήλιος ήταν μία απʼ αυτές - φυσική απειλή. Όπως μάθαμε αργότερα, ο αλφισμός είναι κληρονομική πάθηση και οφείλεται στην απουσία, ή τη βλάβη, ενός ενζύμου απαραίτητου στη σύνθεση της μελανίνης. Αυτός είναι και ο λόγος που τα περισσότερα άτομα με αλφισμό έχουν πολύ ανοιχτόχρωμα μάτια, δέρμα και μαλλιά. Εξαιτίας λοιπόν των χαμηλών ποσοτήτων μελανίνης, οι πάσχοντες διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης δερματικών ασθενειών. Είναι επίσης πολύ ευαίσθητοι στο φως και ενδέχεται να νιώσουν έντονη δυσφορία ή πόνο στα μάτια κάθε φορά που εκτίθενται σε αυτό. Για να αποφύγουν τις αρνητικές επιπτώσεις του ήλιου, οι αλφικοί - αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για εμάς - πρέπει να λαμβάνουν συστηματικές προφυλάξεις ιδιαίτερα αν ζουν, όπως εγώ, σε μεσογειακές ή τροπικές χώρες.
Η απομόνωση ήταν μια άλλη - κοινωνική απειλή, άμεση συνέπεια ενός, απʼ ότι φάνηκε, μη αναπόφευκτου στιγματισμού. Μια από τις αλήθειες που είχε περάσει στο υποσυνείδητό μου ήταν ότι όσοι με έβλεπαν για πρώτη φορά και είχαν σκωπτική διάθεση θα σχολίαζαν σίγουρα την λευκή μου εμφάνιση. Ίσως να πήγαιναν και πάρα πέρα αμφισβητώντας με κάποιο αστείο την καταγωγή μου ή ακόμη και την ʽαυθεντικότηταʼ των γονιών μου. Ήταν κάτι σαν προϋπάρχουσα γνώση για τη συμπεριφορά των άλλων που η επιβεβαίωσή της ήταν απλώς θέμα χρόνου. Και η συμπεριφορά αυτή θα μπορούσε, αν δεν είχα αρκετή αυτοπεποίθηση, να με οδηγήσει στην απομόνωση.
Να μερικές φράσεις που διάβασα πρόσφατα στα chat rooms των κοινοτήτων του αλφισμού που φανερώνουν τη σοβαρότητα και το ρεαλισμό αυτής της απειλής: ʽΦοβάμαι ότι οι άνθρωποι βλέπουν πρώτα τον αλφισμό μου και μετά εμένα.ʼ ʽΌλοι κάνουν πάντα πλάκα και δε μπορούν να με δεχτούν γιʼ αυτό που είμαι.ʼ ʽΟι φίλοι μου λένε συνέχεια χοντράδες και γελάνε μαζί μου. Δεν ξέρω αν πρέπει να τους θεωρώ φίλους ή αν θα ήταν καλύτερα να βρω κάποιους που να καταλαβαίνουν τι περνώ.ʼ ʽΜισώ τον αλφισμό, μισώ που τον έχω, το πώς με κάνει να φαίνομαι, ό,τι έχει σχέση με αυτόν.ʼ
Επιστρέφω στη διήγησή μου. Από εκείνη τη μέρα και μετά - τη μέρα της πρώτης μου εξέτασης - το όνομα του οφθαλμίατρου θα σημάδευε τουλάχιστον μία από τις σελίδες κάθε καινούριου ημερολογίου. Οι εικόνες στον πίνακα του γιατρού έγιναν αριθμοί, οι αριθμοί γράμματα. Και όπως συμβαίνει συχνά με τα μη διευθετημένα ζητήματα - πάντα όταν έφευγα από τον οφθαλμίατρο ένιωθα ότι υπήρχαν εκκρεμή ζητήματα - που μετατρέπουν ακούραστα την πορεία μας από ευθεία γραμμή σε κύκλο για να μας αναγκάσουν, θα λεγε κανείς, να ασχοληθούμε ξανά με αυτά μήπως και λυθούν, έτσι λοιπόν και εδώ έφτασε η μέρα που τα γράμματα έγιναν πάλι εικόνες, η μέρα που η ερώτηση του γιατρού επανήλθε: Βλέπεις; Βλέπεις τις εικόνες;
Ο ίδιος δεν αναρωτήθηκα ποτέ. Φυσικά έβλεπα, η απάντηση για μένα ήταν αυτονόητη. Το μόνο που χρειαζόμουν ήταν χρόνος. Χρόνος να περπατήσω, να προσανατολιστώ, να κρίνω. Έπρεπε να ζήσω για λίγο μέσα στο χώρο, έπρεπε να βρω κατευθύνσεις, να καταλάβω τι είναι κοντά και τι μακρυά. Τότε έβλεπα. Και δε θα μπορούσα να αισθανθώ μεγαλύτερη δικαίωση γιʼ αυτό από εκείνη του Σεπτέμβρη του 1995 όταν, μετά από μια εβδομάδα εντατικών εξετάσεων για τη Σχολή Καλών Τεχνών, είδα τελικά το όνομά μου στη λίστα των επιτυχόντων. ʽΒλέπεις,ʼ διάβασα πίσω από τις δύο υπογραμμισμένες λέξεις. Οι καθηγητές της σχολής φαίνονταν, ευτυχώς, πολύ πιο σίγουροι απʼ τον οφθαλμίατρο.
Οι σπουδές μου στη ζωγραφική, πολύ περισσότερο όμως η ενηλικίωση, με έφεραν αντιμέτωπο με άλλα ερωτήματα στα οποία οι απαντήσεις δεν ήταν εξίσου αυτονόητες. Ήταν αλήθεια ότι υπό ειδικές συνθήκες έβλεπα, έβλεπα όμως σα ζωγράφος; Τι σημαίνει να βλέπεις σα ζωγράφος; Τι σημαίνει αφαίρεση; Σε τι βαθμό είναι τα αίτιά της παθολογικά;
Είναι δύσκολο να πω αν οι απαντήσεις που έδωσα επηρέασαν ποτέ, έστω και στο ελάχιστο, τη ζωγραφική μου ή την επιθυμία μου γιʼ αυτήν. Στην πραγματικότητα δεν ξέρω αν υπήρξαν καν απαντήσεις. Συνήθως τα ερωτήματα οδηγούσαν πάλι σε ερωτήματα και όχι σε απαντήσεις. Πόσο συνειδητή είναι η δημιουργική διαδικασία; Τι νόημα έχει για έναν καλλιτέχνη να αναζητά την καταγωγή της τέχνης του και των συναισθημάτων του; Πολλές φορές δεν υπήρχε καν ερώτημα. Μόνο πράξη. Όπως, για παράδειγμα, όταν αποφάσισα να πάω στην Αγγλία για να μελετήσω τις σχέσεις της ζωγραφικής με τη μουσική - μια τέχνη που αγαπούσα το ίδιο και γνώριζα το ίδιο, ίσως και περισσότερο. Έρευνα - θα όφειλα ίσως να σκεφτώ - χωρίς ερωτήσεις, χωρίς ζητούμενα; Κι όμως η κινητήριος δύναμη, διαπιστώνω τώρα, ήταν πέρα και πάνω από τη λογική. Βασίζονταν στην πίστη και το βίωμα. Ήξερα κάπου ότι τα χρώματα και οι μελωδίες, όσο κι αν διαφέρουν, όσο κι αν η φύση των μεν είναι υλική των δε άυλη, μόνιμη ή παροδική, χωρική ή χρονική, ήξερα, παρʼ όλα αυτά, ότι απαιτούσαν απʼ τους καλλιτέχνες τις ίδιες ικανότητες σύνθεσης και οργάνωσης. Χωρίς δεύτερες σκέψεις, χωρίς καμία γνώση της ιστορίας αυτής της σχέσης, ή έστω της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, μάζεψα τα πράγματά μου και ξεκίνησα να κατακτήσω τον ακαδημαϊκό κόσμο!
Ανάλογη ήταν δεκαπέντε χρόνια πριν και η δύναμη που με ώθησε να δώσω εξετάσεις στη σχολή. Πάλι πέρα και πάνω από τη λογική. Πίστευα, ότι πίσω απʼ το θολό προσωπείο των πραγμάτων, πίσω απʼ το μυστήριο, υπήρχε κάτι αληθινό, κάτι απτό και όμορφο. Αυτή η πίστη με κάνε να τολμήσω. Η ίδια με κάνει να τολμώ και σήμερα. Και έτσι, παρά την κακή μου όραση, ή ίσως εξαιτίας αυτής, μπορώ και βλέπω.
Φώτης Φλεβοτόμος, Αθήνα, Οκτώβρης 2010